επιτλώ

επιτλώ
ἐπιτλῶ, -άω (Α)
υποφέρω υπομονετικά, υπομένω («τῷ τοι ἐπιτλήτω κραδίη» — γι’ αυτό ας υπομείνει η καρδιά σου
Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τλω «υπομένω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”